αλκοολαιμία

αλκοολαιμία
η
η στάθμη τού οινοπνεύματος στο αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλκοόλη + -αιμία < αίμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”